RAPHAELLE BILLETDOUX
Δεν είναι δικό σου το λάθος μαμά, δεν είναι ούτε δικό μου, όχι, δεν θέλω να πεθάνεις, όχι δεν θέλω να σ’ αφήσω, δεν υπάρχουν δύο τρόποι να πεις αντίο, λες αντίο σημαίνει ν΄αρχίσεις να μην ασχολείσαι πια με τα ρούχα μου, να αρχίσεις να μην με ακούς όταν τραγουδάω, να μη με ντοπάρεις με λόγια προτρεπτικά, που εσύ μόνο ξέρεις να βρίσκεις για να μου δίνεις κουράγιο, δεν υπάρχεις πάρα μόνο εσύ στον κόσμο, μαμά, που πιστεύεις σε εμένα… Για να πεις αντίο, αρχίζεις λέγοντας την αλήθεια, λέγοντας ότι ο μπαμπάς κι εσύ δεν ήσασταν ο κόσμος, ότι αυτά που μας λέγατε για τον κόσμο δεν ήταν παρά στο κεφάλι σας, και αυτό που θέλατε, πάση θυσία, να πιστέψετε εσείς οι ίδιοι, για να μην ξεσπάσετε σε λυγμούς. Αρχίζεις λέγοντας ότι ο κόσμος, ο αληθινός κόσμος δεν είναι ωραίος κι ότι μέσα σ΄αυτόν εσύ, ο πρώτος μου δυνατός έρωτας, δεν θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις ούτε ο άντρας μου, ούτε γυναίκα μου, ούτε υπηρέτρια, ούτε μέλλον μου, ότι δεν θα μπορέσεις καν να κρατήσεις τις υποσχέσεις που μου έδωσες, ότι αυτά που μου υποσχέθηκες, που με άφησες να ονειρευτώ και να υποψιαστώ, τα υποσχέθηκες αβασάνιστα, γιατί το ήξερες ότι θα ερχόταν μία στιγμή όπου όλα θα παραγράφονταν, να την, ήρθε… Ακόμη και για το πέταγμα της ηδονής επέτρεψες στον εαυτό σου να υποσχεθεί και να αναγγείλει: « Και τότε, μικρές μου, εκείνη τη στιγμή η γυναίκα βγαίνει από το σώμα της, βλέπει τα έλατα, τους χείμαρρους, τους πιο αιχμηρούς πάγους, είναι νύχτα κι ωστόσο ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός», και τα λοιπά και τα λοιπά, δε θα συνέλθω ποτέ απ’ αυτό. Έπρεπε να μας πεις πρώτα ότι, αν θέλαμε να συνεχίσουμε να φιλιόμαστε το ίδιο ειλικρινά, το ίδιο υπέροχα, όπως όταν μας φιλούσες εσύ βράδυ και πρωί, έπρεπε να ψάξουμε πολύ, μακριά για χρόνια, να υποστούμε πολλές δοκιμασίες και ότι κινδυνεύαμε να μη βρούμε ποτέ παρά μητριές και πατριούς, σαν αυτούς που κρύβονται πίσω απ’ τον κορμό κάθε δέντρου στο δάσος, που μ’ αυτό μας φοβέριζες όταν ήμαστε παιδιά, στρογγυλεύοντας το στόμα σου. «Και τότε…» έλεγες εσύ. Και τότε; Και τότε μαμά; Τι έγινε; Ξέχασες τη συνέχεια; Τώρα όμως τα παιδιά, την ξέρουν τη συνέχεια. Την είδαν, την έμαθαν με δικά τους έξοδα. Και μπορούν να σας τη διηγηθούν τη συνέχεια, και πως το παραμύθι με τις νεράιδες γίνεται εφιάλτης, και πως υπάρχει εξαπάτηση στην ιστορία και πως, για να χαρίσετε στα παιδιά δεκαπέντε χρόνια ευτυχίας, τους ετοιμάζετε πενήντα χρόνια γεμάτα χτυπήματα και απογοητεύσεις…
Ζούσαν τις ώρες όπως οι σύζυγοι τα χρόνια. Εφθασε μεσημέρι χωρίς να 'χουν ακόμα βιώσει τα μεσάνυχτα. Απ' το παράθυρο τα ιστιοφόρα έπλεαν προς τον ορίζοντα του κρεβατιού. Οι πτυχές των σεντονιών τελείωναν στις λευκές γραμμές των κυμάτων. Με το στόμα ανοιχτό, τα μαλλιά τους απλωμένα, κοιμόνταν χωρισμένοι παρά τη θέλησή τους, όπως δυο τουφεκισμένοι πού έπεσαν όπως να 'ναι. Μακριά απ' τους γονείς που τους είχαν φέρει στον κόσμο, χρησιμοποιούσαν τα κορμιά τους ως την υπερβολή. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο μέρες από τότε που μίλησαν για πρώτη φορά
''Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ .Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ .Λουκάς Μποϋενβάλ .Δε γνωρίσατε παρά το μικρό μου όνομα και το σώμα μου.Μια μέρα φλέρτ, μια μέρα έρωτα κι έπειτα στέλνετε να μου πουν ότι είστε κουρασμένη .Ξέρω απο τι είστε φτιαγμένη.Ξέρω ως που μπορεί να φτάσει η τρέλα σας .Δεν είναι αλήθεια , ακόμη δεν έχετε αποφασίσει.Δεν καταλαβαίνω, τ΄αφήνω όμως.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ. Ηρθα στη γη πολύ πριν απο σας.Σας περίμενα .Είχατε το θράσος να παντρευτείται.Πιθηκίσατε τον έρωτα.Σήμερα πιθηκίζεται τη φιλία με τα υπολείμματα ενός συζύγου.Κάτι τέτοιο δεν μου ταιριάζει , τ΄αφήνω όμως .
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Σας ψάχνω εδώ και τριάντα χρόνια .Σας διάλεξα.Καταλαβαίνω ότι φοβάστε, ότι επιστρατεύετε τη μητέρα, τον σύζυγο, την ηθική και κάθε κοινωνική ηλιθιότητα, για να με αποφύγετε.Δε θα΄ναι αρκετό.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Οχι, μαζί μου δεν τραγουδάνε.Δε δουλεύουν.Δε μαγειρεύουν .Δε μιλάνε.Δε φωνάζουν τη μαμά τους .Δεν κλείνουν ραντεβού .Δεν έχουν ανάγκη να εκφραστούν, να πραγματωθούν, δεν ολοκληρωνονται.Με μένα δε χαλαρώνουν.Δεν πλένονται.Δεν αφήνουν το κρεββάτι, σωπαίνουν κι ανασαίνουν.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Τα κορίτσια με φωνάζουν τρελό .Εχουν φως ανάμεσα στα πόδια τους, σκορπάνε παντού τ΄άρωμά τους και νομίζουν ότι έτσι μπορούν ν΄αγαπηθούν.Εσείς μυρίζετε ιδρώτα και κομμένα ξερόχορτα, έχετε ένα πουλί στο λαιμό κι η φωνή σας είναι βραχνή.Μ΄αρέσει αυτό.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Εχω πολύ κακό χαρακτήρα.Δεν έχω οικογένεια, δε θέλω φίλους.Η ευτυχία μου προκαλεί πόνο.Εδώ και τριάντα χρόνια δεν κλαίω.Εκείνη τη νύχτα, με κάνατε κι έκλαψα.Για σας , θα αλλάξω.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Σας αναγνώρισα , είστε η γυναίκα μου .Σας προσφέρω την ηδονή , σας προσφέρω τη ζωή.Σας πηγαίνω πιο μακρυά.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Μέσα μου υπάρχουν δυο άντρες .Αυτός που σας αγάπησε είναι ο άλλος.Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Περιμένω απο εσάς να είστε εκεί.Να μείνετε εκεί.Περιμένω να βγει απο εσάς το παιδί μου.Περιμένω να σας βλέπω πάντα γυναίκα , με λευκό δέρμα.Είμαι κιόλας πιο γέρος απο τον πατέρα μου.
Ονομάζομαι Λουκάς Μποϋενβάλ.Ο Λουκάς Μποϋενβάλ, που γεννήθηκε απο μητέρα επιπόλαιη, δεν το πιστεύει πως πρέπει να περιμένει άλλο.Ο Λουκάς Μποϋενβάλ, που γεννήθηκε απο θνητούς γονείς δεν μπορεί πια να ζει εγκαταλειμμένος.Ο Λουκάς Μποϋενβάλ, γιός δολοφόνου, αυτή τη φορά δε θα παραιτηθεί.
Ο Λουκάς Μποϋενβάλ είναι τρυφερός .Καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του έχει ανάγκη απο ξεκούραση.Δεν ανησυχεί.Θα πάει να φάει λαχανικά.Θα πάει στο κρεβάτι του.
Δε θα κοιμηθεί, δε θα κλάψει κι εκείνη θα γυρίσει .''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου